μάζαλη

μάζαλη
η
κολλώδης πολτός από άμυλο σε ζεστό νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαζαλίζω — [μάζαλη] χρησιμοποιώ μάζαλη για να κολαρίσω πουκάμισα ή άλλα ρούχα …   Dictionary of Greek

  • κακομάζαλος — κακομάζαλος, ον (Μ) κακόμοιρος, δυστυχισμένος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μάζαλη «ἄμορφη ζελατινώδης μάζα στην οποία μετατρέπεται το άμυλο όταν θερμανθεί»] …   Dictionary of Greek

  • μαζάλισμα — το [μαζαλίζω] κολάρισμα με μάζαλη …   Dictionary of Greek

  • Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”